'δειν — ἔδειν , ἔδω eat pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῖν' — δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem/neut nom/acc sg (attic) δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem/neut nom sg δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem acc sg δεῖνα , δεῖνα such an one neut nom/voc/acc pl δεῖνι , δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείν' — δεινά , δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) δεινέ , δεινός fearful masc voc sg δειναί , δεινός fearful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подобьныи — (912) пр. 1.Подобный, похожий: клевештаи къ тебѣ на дрѹга своѥго. подобьнь ѥсть закалающѫѹмѹ брата своѥго. Изб 1076, 98 об.; ѡслаби мало. приимиже паче инѣмь подобьно хожениѥ. ѥго съ пользьныимь строиноѥ. (ὁμοίαν) ЖФСт к. XII, 158; трѧпеза бо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επαπειλώ — (AM ἐπαπειλῶ, έω) επισείω κάτι ως απειλή, απειλώ, φοβερίζω («ἔπειτ ἐμοὶ τὰ δείν ἐπηπείλησ ἔπη», Σοφ.) νεοελλ. απρόσ. επαπειλείται επίκειται, επικρέμαται ως απειλή ή κίνδυνος αρχ. 1. απλώς απειλώ, φοβερίζω 2. (με απρμφ. μέλλ.) απειλώ ότι θα κάνω… … Dictionary of Greek
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
προχειρίζω — ΝΜΑ [πρόχειρος] 1. διορίζω, εγκαθιστώ σε αξίωμα (α. [με ειρων. σημ.] «προχειρίστηκε πρόεδρος τής Δημοκρατίας» β. «προχειρίζεται εἰς βασιλέα Λέων τις», Θεόδ. Αναγν. γ. «προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι», Πολ. δ. «προχειρίζειν τινὰ δικτάτορα», Δίων… … Dictionary of Greek
κεχλάδειν — κεχλά̱δειν , χλάδω exult loudly perf inf act (epic) κεχλά̱δειν , χλάδω exult loudly plup ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вязать — вяжу, укр. в язати, блр. вязаць, др. русск. вязати, ст. слав. вѩзати δεῖν, δεσμεῖν, болг. вежа, везвам, сербохорв. везати, словен. vezati, чеш. vazati, слвц. viazat , польск. wiązac, в. луж. wjazac, н. луж. wjezas. Сюда же вязь ж., сербохорв.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Cypriot Greek — This article is about the modern Greek dialect of Cyprus. For the ancient Greek dialect, see Arcadocypriot. History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) … Wikipedia